- κατάπλατα
- επίρρ. τοπ., στο μέσο της πλάτης: Τον κάρφωσαν κατάπλατα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάπλατα — επίρρ. 1. κατευθείαν στη ράχη, στην πλάτη, στη μέση τής πλάτης 2. (για ισόπεδη έκταση) στη μέση, στο εμφανέστερο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλάτη + επιρρμ. κατάλ. α, πρβλ. πισώ πλατ α] … Dictionary of Greek